εποφλισκάνω

εποφλισκάνω
ἐποφλισκάνω (AM)
οφείλω ακόμη περισσότερα, χρωστάω κι άλλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσεποφλισκάνω — Α 1. οφείλω κάτι ακόμη, είμαι ένοχος για κάτι ακόμη 2. φρ. «γέλωτα προσεπωφλίσκανον» γινόμουν ακόμη πιο γελοίος (Δίων. Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐποφλισκάνω «οφείλω, χρωστώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”